Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2008

Μυστήριο στο Σιουδάδ Χουάρες







Σιουδάδ Χουάρες


Η Χουάρες βρίσκεται στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού
Η πόλη
Χουάρες ανήκει στην πολιτεία Τσιουάουα του Μεξικού και βρίσκεται στα σύνορα της χώρας με τις ΗΠΑ, πάνω στο Ρίο Γκράντε και απέναντι από το Ελ Πάσο του Τέξας. Το 2005 είχε πληθυσμό περίπου 1,3 εκατομμυρίων ανθρώπων, πολλοί από τους οποίους ήρθαν στην πόλη την τελευταία δεκαετία, καθώς αποτελεί μια από τις γρηγορότερα αναπτυσσόμενες πόλεις της χώρας: τις τελευταίες δεκαετίες, ειδικά μετά την εφαρμογή της NAFTA, που κατάργησε τους δασμούς στο εμπόριο μεταξύ των κρατών της βόρειας Αμερικής, εγκαθίστανται εκεί οι λεγόμενες maquiladoras, εργοστάσια που κατασκευάζουν υπεργολαβικά είδη και εξαρτήματα για μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Έτσι η Χουάρες, άλλοτε τουριστικό και παραθεριστικό κέντρο των Αμερικανών, έγινε μια πυκνοκατοικημένη εργατούπολη, η τέταρτη σε πληθυσμό του Μεξικού. Οι πάνω από 350 maquiladoras απασχολούν το 60% του εργατικού δυναμικού της Πολιτείας, με ημερομίσθιο, στην καλύτερη περίπτωση, περίπου πέντε δολλαρίων Αμερικής. Πολλοί από τους εργαζόμενους είναι φτωχοί και μένουν σε παραγκουπόλεις, ενώ ένα ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό (περίπου 58%) είναι γυναίκες.
Η Χουάρες είναι επίσης σημαντικό
διαμετακομιστικό κέντρο καθώς αποτελεί πέρασμα προς τις ΗΠΑ. Αποτελεί όμως επίσης, λόγω της θέσης της στα σύνορα, και το μεγαλύτερο κέντρο λαθρεμπορίου και διακίνησης ναρκωτικών του Μεξικού από και προς τις ΗΠΑ. Το τοπικό καρτέλ, που εκτιμάται ότι είναι από τις μεγαλύτερες εγκληματικές οργανώσεις στον κόσμο, διακινεί το 50% των ναρκωτικών προς τις ΗΠΑ. Έτσι, την ίδια πορεία με την αύξηση του πληθυσμού και της βιομηχανικής δραστηριότητας στην πόλη ακολούθησε και η εγκληματικότητα, που σήμερα είναι από τις υψηλότερες στη χώρα.

Οι δολοφονίες

Στις 23 Ιανουαρίου 1993 βρέθηκε στην έρημο έξω από την πόλη το πτώμα της Άλμα Τσαβαρία, 13 χρόνων, κακοποιημένο και εγκαταλελειμμένο, και δυο μέρες μετά αυτό της 16χρονης Αντζέλικα Λούνα Βιλαλόμπος. Από τότε, την τύχη τους ακολούθησαν εκατοντάδες γυναίκες, που είτε βρέθηκαν δολοφονημένες στην έρημο είτε έπεσαν θύματα οικιακής βίας και βίαιων ληστειών: γύρω στις 380 σύμφωνα με τις αρχές,[1] πάνω από 400 σύμφωνα με τους συγγενείς των θυμάτων.[2] Εκατοντάδες είναι και οι γυναίκες που έχουν εξαφανιστεί και ακόμα αγνοούνται. Οι δολοφονίες γυναικών από τρεις το χρόνο πριν το 1993, χρονιά που συμπίπτει με την υπογραφή της NAFTA και την άνοδο σε ισχύ του καρτέλ ναρκωτικών της πόλης, δεκαπλασιάστηκαν στις τρεις το μήνα τη χρονιά εκείνη, ρυθμός που έμεινε περίπου σταθερός για τα επόμενα δώδεκα τουλάχιστον χρόνια. Τα περισσότερα από τα εγκλήματα, αρκετά από τα οποία διαπράχθηκαν από οικεία των θυμάτων πρόσωπα, περιελάμβαναν και σεξουαλική βία. Οι δολοφονίες αφορούν κυρίως νεαρές γυναίκες των κατώτερων οικονομικά τάξεων. Τα μικρότερα θύματα είναι βρέφη μερικών μηνών· η συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων έχει ηλικία μικρότερη των 30 ετών, ενώ πάνω από το 50% κάτω των 19 ετών. Τα τελευταία χρόνια, τα εγκλήματα επεκτάθηκαν και στη γειτονική πόλη Τσιουάουα, πρωτεύουσα της Πολιτείας.
Περίπου το ένα τρίτο από τις δολοφονίες, γύρω στις 130, αφορά γυναίκες τα πτώματα των οποίων βρέθηκαν κακοποιημένα, ακρωτηριασμένα και εγκαταλελειμμένα σε ερημικές περιοχές μέσα ή γύρω από την πόλη. Αρκετές από αυτές, γύρω στις 50, δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ καθώς βρέθηκαν αρκετό καιρό μετά το θάνατό τους. Η συντριπτική πλειοψηφία από αυτές τις γυναίκες εξαφανίστηκαν ή δολοφονήθηκαν καθώς επέστρεφαν από τη δουλειά τους στη maquila ή πήγαιναν σε βραδινά μαθήματα. Αρκετές από αυτές κρατήθηκαν αιχμάλωτες για αρκετές μέρες πριν δολοφονηθούν. Οι δολοφονίες αυτές έχουν πολλά κοινά στοιχεία μεταξύ τους: τη
σεξουαλική κακοποίηση, μερικές φορές και τον ακρωτηριασμό, το θάνατο από ξυλοδαρμό ή στραγγαλισμό, και την εγκατάλειψη του πτώματος (που αρκετές φορές τυλίγεται μέσα σε μια κουβέρτα ή καίγεται προκειμένου να μην αναγνωριστεί) σε μια ερημική περιοχή. Σε ορισμένα από τα πτώματα, οι ακρωτηριασμοί ακολουθούν συγκεκριμένο μοτίβο: το δεξί στήθος έχει αποκοπεί με μαχαίρι, ενώ η αριστερή θηλή με τα δόντια. Αρκετές φορές στην ίδια τοποθεσία ανακαλύπτονται πολλά πτώματα: στις 6 Νοεμβρίου του 2001, βρέθηκαν τα πτώματα οκτώ γυναικών σε ένα παλιό χωράφι βαμβακιού κοντά στο κέντρο της πόλης και στις 17 Φεβρουαρίου 2003, σε περιοχή βορειοδυτικά της πόλης, τεσσάρων ακόμα. Σε μία και μόνη περιοχή της πόλης, την Lote Bravo, έχουν κατά καιρούς βρεθεί τα πτώματα δεκαεννιά θυμάτων.

Υπεύθυνοι και αίτια

Διαμαρτυρία από μητέρες θυμάτων, για την απόδοση ευθυνών για τους θανάτους
Οι περισσότερες από τις υποθέσεις παραμένουν έως και σήμερα ανεξιχνίαστες. Ο βασικός ύποπτος κατά το μεξικανικό κράτος ήταν ο Αιγύπτιος χημικός Αμπντέλ Σαρίφ, που εκτίει ποινή 20 χρόνων στις φυλακές της χώρας, καταδικασμένος για βιασμούς και μερικούς από τους πρώτους φόνους γυναικών. Όταν οι δολοφονίες συνεχίστηκαν, μετά τη σύλληψή του το 1995, η αστυνομία συνέλαβε τα μέλη μιας τοπικής συμμορίας, των Los Rebeldes, ισχυριζόμενη ότι πληρώνονταν από τον Σαρίφ, που βρισκόταν στη φυλακή, για να δολοφονούν γυναίκες. Το ίδιο σενάριο επαναλήφθηκε το 1999, και αφού η προηγούμενη θεωρία κατέρρευσε στα δικαστήρια, όταν οι αρχές κατηγόρησαν μια ομάδα οδηγών, τους Los Choferes, που δούλευαν στα λεωφορεία που μετακινούσαν τις εργάτριες από και προς τις maquilas, ότι και αυτοί έπαιρναν εντολές και χρήματα από τον Σαρίφ προκειμένου να συνεχίζουν τις δολοφονίες.
[3]
Οδηγοί ήταν και τα δυο άτομα που συνελήφθησαν λίγες μέρες μετά την ανακάλυψη των οκτώ πτωμάτων στο βαμβακοχώραφο. Οι δυο κατήγγειλαν ότι βασανίστηκαν από την αστυνομία προκειμένου να τους αποσπαστούν ομολογίες, καταγγελία που έχουν κάνει κι άλλοι κατηγορούμενοι για σχετικές υποθέσεις. Ο δικηγόρος του ενός κατηγορούμενου, ο Μάριο Εσκομπέντο Ανάγια, σκοτώθηκε το 2002 από την πολιτειακή αστυνομία, που τον θεώρησε κακοποιό και τον καταδίωξε. Ο πελάτης του πέθανε στη φυλακή κατά τη διάρκεια εγχείρησης, σύμφωνα με την αστυνομία. Ο δικηγόρος του άλλου, Σέρχιο Ντάντε Αλμαράζ, εκτελέστηκε εν ψυχρώ στο κέντρο της πόλης στις 25 Ιανουαρίου του 2006. Ο Αλμαράζ είχε πετύχει την αθώωση του κατηγορούμενου οδηγού και λίγες μέρες πριν τη δολοφονία του είχε κηρύξει την Κόνυ Βελάρντε, ειδική εισαγγελέα που είχε ασχοληθεί με τις δολοφονίες των γυναικών, υπεύθυνη για οτιδήποτε του συνέβαινε.
Το
2005 στο βιβλίο της Harvest of Women η δημοσιογράφος Νταιάνα Ουάσιγκτον Βαλντέζ, που έχει ασχοληθεί για χρόνια με το θέμα των δολοφονιών, κατονόμασε ως δράστες μια ομάδα μελών πλούσιων οικογενειών της περιοχής, που είναι γνωστοί σαν Los Juniors, και μέλη του καρτέλ των ναρκωτικών του Χουάρες. Στο βιβλίο επισημαίνεται ότι και στη Γουατεμάλα, όπου το ίδιο καρτέλ έχει συμφέροντα και δύναμη, είναι σε εξέλιξη ένα παρόμοιο κύμα δολοφονιών γυναικών, και μάλιστα με ρυθμούς μεγαλύτερους από αυτούς της Χουάρες.[4] Η Βαλντέζ δέχτηκε πιέσεις και απειλές προκειμένου να μην κάνει αυτές τις αποκαλύψεις στο βιβλίο της.[5][6]
Το γεγονός ότι όλα αυτά τα χρόνια έχουν γίνει ελάχιστες συλλήψεις έχει δώσει βάση στην υποψία ότι οι δράστες είτε προέρχονται από τους κόλπους της αστυνομίας είτε έχουν ισχυρές διασυνδέσεις με αυτή.[7] Τη σχέση της αστυνομίας με τις ανθρωποκτονίες έχει καταγγείλλει και η Γκουανταλούπ Οτέρο, πρόεδρος της κυβερνητικής επιτροπής βοήθειας των συγγενών των θυμάτων. Άλλες θεωρίες σχετικά με τα πτώματα που ανακαλύπτονται στην έρημο αποδίδουν τα εγκλήματα σε εμπόρους οργάνων, στο σεξοτουρισμό που προσελκύει η πόλη από την άλλη πλευρά των συνόρων, σε ομάδες σατανιστών, κ.α. Το 2006 τρεις Μεξικανοί, οι δύο από τους οποίους βρίσκονταν σε φυλακές των ΗΠΑ, εκδόθηκαν στο Μεξικό προκειμένου να δικαστούν για τους φόνους τουλάχιστον δέκα γυναικών στη Χουάρες, με βασική απόδειξη την κατάθεση ενός από τους τρεις, που κατονόμασε τους άλλους δυο ως συνεργούς του σε δολοφονίες στα πλαίσια σατανιστικών τελετών.[8] Κι αυτός όμως απέσυρε την κατάθεση το 2007 με τη δικαιολογία ότι είχε γίνει υπό ψυχολογική πίεση και βασανιστήρια.[9]
Τα δυο τρίτα των δολοφονιών γυναικών στη Χουάρες αφορούν περιπτώσεις οικιακής βίας: τα θύματα δολοφονούνται στο σπίτι τους ή σε σπίτια οικείων τους, συνήθως με μαχαίρι ή πιστόλι, και συχνά έχουν πριν κακοποιηθεί σεξουαλικά. Σε πολλές περιπτώσεις δράστες είναι οι σύζυγοί τους ή οι εραστές τους. Σχετικά με τα αίτια αυτών των εγκλημάτων, οι περισσότερες πηγές τονίζουν σαν κύριους παράγοντες την οικονομική υποβάθμιση και τις κακές συνθήκες διαβίωσης που αντιμετωπίζει η μεγάλη πλειοψηφία του εργατικού πληθυσμού της πόλης, καθώς και την άνθιση της διακίνησης και κατανάλωσης ναρκωτικών που αφορά κυρίως τον αντρικό πληθυσμό.
Ένας ιδιαίτερος παράγοντας έχει να κάνει με την παραδοσιακή σχέση μεταξύ αντρών και γυναικών στη μεξικάνικη κοινωνία. Το γεγονός ότι μια γυναίκα μπορεί να δουλεύει και να κερδίζει τα προς το ζην, και να γίνεται ακόμα και κύρια πηγή εισοδήματος της οικογένειας, στην περίπτωση που ο άντρας είναι άνεργος, θίγει τον παραδοσιακό μεξικάνικο machismo (ματσίσμο, σε ελεύθερη μετάφραση αντριλίκι), δηλαδή την πατριαρχική αντίληψη που δηλώνει ότι ο άντρας είναι η εξουσία σε μια οικογένεια. Η αντιστροφή αυτής της κατάστασης, οδήγησε αφενός στη μερική χειραφέτηση των εργαζόμενων γυναικών αλλά και σε μια έκρηξη βίας εναντίον τους. Αν και οι βίαιοι θάνατοι ανδρών παραμένουν περισσότεροι από αυτούς των γυναικών, η αύξηση στους θανάτους γυναικών είναι 600% από το 1993, διπλάσια από την αντίστοιχη (300%) για τους άντρες. Οι βίαιοι θάνατοι γυναικών είναι αρκετά περισσότεροι στη Χουάρες απ' ότι στις γειτονικές πόλεις.
[10]

Αντιδράσεις

Τοπικό και ομοσπονδιακό κράτος
Οι δολοφονίες και οι εξαφανίσεις κατά τη μεξικανική δικαιοσύνη είναι αδικήματα στη δικαιοδοσία των τοπικών κυβερνήσεων, κι έτσι το επίσημο μεξικάνικο κράτος δεν είχε ανάμιξη μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '90. Ο κυβερνήτης της Πολιτείας της Τσιουάουα στη δεκαετία του '90, Φρανθίσκο Μπάριο, έριχνε το φταίξιμο για τις δολοφονίες στις ίδιες τις γυναίκες, στο ντύσιμο και τη συμπεριφορά τους, όπως και ο τότε εισαγγελέας Χόρχε Μολινάρ.
Η σύλληψη του Αμπντέλ Σαρίφ το 1995, δυο χρόνια μετά την ανεύρεση των πρώτων πτωμάτων στην έρημο, όπως αναφέρθηκε δεν έδωσε καμία λύση στο πρόβλημα. Το δικαστικό σύστημα και η αστυνομία της περιοχής έχουν να επιδείξουν μια σειρά από παρόμοιες αποτυχημένες διώξεις που συχνά βασίζονται σε κατασκευή στοιχεών και υπόπτων. Καταγγελίες για βασανισμούς των συλληφθέντων και παραποίηση στοιχείων έχουν κάνει πολλοί φορείς, μεταξύ των οποίων η Διεθνής Αμνηστία αλλά και οργανώσεις συγγενών των θυμάτων. Το 2006 ένας ύποπτος, ο Ντέιβιντ Μέζα, αποφυλακίστηκε έχοντας μείνει τρία χρόνια προφυλακισμένος για το βιασμό και φόνο της ξαδέρφης του, Νέιρα Θερβάντες· οι κατηγορίες κατέρρευσαν κατά την προκαταρκτική ανάκριση του εισαγγελέα. Η μητέρα της Θερβάντες, μετά από δική της έρευνα, ανακάλυψε ότι ορισμένα από τα οστά που της είχαν παραδοθεί από την αστυνομία στην πραγματικότητα δεν ανήκαν στην κόρη της αλλά σε έναν άγνωστο άντρα. Σε άλλες περιπτώσεις η αστυνομία κρύβει, μπερδεύει ή παραποιεί στοιχεία· μερικά από τα θύματα παρουσιάζονται για αναγνώριση με τα ρούχα άλλων γυναικών-θυμάτων.
Ανάλογες είναι και οι κατηγορίες για ολιγωρία και αναποτελεσματικότητα αστυνομίας και δικαστικού συστήματος. Αρκετοί συγγενείς θυμάτων καταγγέλλουν ότι δεν τους επετράπη να κάνουν δήλωση εξαφάνισης, μετά από την οποία η αστυνομία είναι υποχρεωμένη να κινητοποιηθεί, επειδή έπρεπε πρώτα να περάσουν τρεις ημέρες απουσίας του προσώπου. Η προθεσμία αυτή καταργήθηκε πολύ αργότερα, το 2005, μετά από πιέσεις συγγενών θυμάτων και μη κυβερνητικών οργανώσεων. Το 2003, η έκθεση της Διαμερικανικής Επιτροπής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι καταδίκες υπήρξαν μόνο στο 20% του συνόλου των υποθέσεων.
Το FBI κλήθηκε δυο φορές, το 1999 και το 2003, να βοηθήσει στις έρευνες. Το 1998 επίσης συστάθηκε έδρα Ειδικής Εισαγγελίας από την Πολιτεία για τις δολοφονίες, με την προμήθεια πιο σύγχρονου εξοπλισμού, όπως εργαστήριο εξετάσεων DNA κ.α., προκειμένου να διευκολυνθούν οι έρευνες. Αυτό όμως δεν οδήγησε σε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και δεν κάλυψε το έλλειμμα αξιοπιστίας του συστήματος. Ο ιατροδικαστής Όσκαρ Μάινες, που δούλεψε στην υπόθεση των δυο οδηγών που συνελήφθησαν για τα πτώματα στο βαμβακοχώραφο, παραιτήθηκε απο την έρευνα όταν έλαβε την εντολή να παραποιήσει αποδείξεις προκειμένου να ενοχοποιηθούν οι δυο. Οι εξετάσεις DNA που έγιναν για την ίδια υπόθεση παρήγαγαν μπερδεμένα αποτελέσματα, που κρατήθηκαν κρυφά απο τον τότε κυβερνήτη της πολιτείας για αρκετό διάστημα. Πέντε χρόνια αργότερα, το μεξικάνικο κράτος παραδέχτηκε ότι σε τρεις από τις γυναίκες είχε αποδοθεί λάθος ταυτότητα. Ομάδα Αργεντίνων ιατροδικαστών, που είχε αναλάβει τις έρευνες για τους νεκρούς του δικτατορικού καθεστώτος της Αργεντινής και κλήθηκε στη Χουάρες, διαπίστωσε σωρεία λαθών και παρατυπιών στη μεταχείριση των πτωμάτων και των αποδείξεων.
Το 2003-4 η κυβέρνηση του Μεξικού, κάτω από εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις, έκανε κάποιες προσπάθειες για τη βελτίωση της κατάστασης. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αποφάσισε να βοηθήσει τις έρευνες για τις δολοφονίες, στέλνοντας 1.000 ομοσπονδιακούς αστυνομικούς στην Πολιτεία και συστήνοντας ειδικό γραφείο Εισαγγελέα προκειμένου να αναλάβει έναν αριθμό υποθέσεων. Το γραφείο, από το οποίο πέρασαν τέσσερις εισαγγελείς σε τρία χρόνια, ανέλαβε 24 υποθέσεις, από τις οποίες δέκα έβαλε στο αρχείο και τις υπόλοιπες έστειλε πίσω στις τοπικές αρχές μετά από τρία χρόνια. Έγινε ωστόσο μια εσωτερική έρευνα, με την οποία καταλογίστηκαν ευθύνες σε 177 μέσους και κατώτερους υπαλλήλους της τοπικής κυβέρνησης για αμέλεια και ατασθαλίες, χωρίς όμως να τιμωρηθεί κανείς. Η επιπλέον αστυνομική δύναμη δεν συνέβαλε στον περιορισμό των δολοφονιών καθώς καταγράφηκαν 32 το 2005, και 23 στο πρώτο εξάμηνο του 2006.
[13] Παράλληλα, πολλές από τις πρώτες υποθέσεις άρχισαν να μπαίνουν στο αρχείο, καθώς στο Μεξικό το έγκλημα της ανθρωποκτονίας παραγράφεται μετά την πάροδο 14 χρόνων.
Το 2003 συστάθηκε και η Ομοσπονδιακή Επιτροπή για την Αποτροπή και την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών στη Χουάρες, με σκοπό να μελετήσει τα αίτια και τρόπους αποτροπής των εγκλημάτων, αλλά και να παρέχει βοήθεια προς τις οικογένειες των θυμάτων, όπως στέγη και χρήματα. Η επιτροπή εξέδωσε μελέτες και αναφορές σχετικα με την κατάσταση των γυναικών στην πόλη, και κατάφερε να εξασφαλίσει την αποφυλάκιση αρκετών ατόμων που κρατούνταν βάσει κατασκευασμένων αποδείξεων ή βιασμένων ομολογιών.
[14] Στα τέλη του 2006 όμως η πρόεδρος της επιτροπής Γκουανταλούπ Μορφίν Οτέρο, που είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη των συγγενών των θυμάτων, παραιτήθηκε και το καλοκαίρι του 2007 η κυβέρνηση του Φελίπε Καλντερόν δρομολόγησε τη διάλυση της επιτροπής.
Η μεξικάνικη κυβέρνηση δημιούργησε επίσης το 2003 μια επιτροπή στη Βουλή των Αντιπροσώπων για το θέμα και το 2007 ψήφισε νόμο στην κατεύθυνση της άμβλυνσης των διακρίσεων κατά των γυναικών και της καλύτερης αντιμετώπισης της βίας εναντίον τους. Η αμερικανική κυβέρνηση από την πλευρά της έχει εκδώσει ψηφίσματα καταγγελίας των δολοφονιών γυναικών και το 2006 πέρασε και αυτή νομοθεσία με σκοπό την καλύτερη συνεργασία αμερικανικών και μεξικανικών αρχών πάνω σε τέτοιου είδους εγκλήματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: